περιίπταμαι

περιίπταμαι
ΝΜΑ
πετώ επάνω και γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἵπταμαι «πετώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιίπταμαι — περϊίπταμαι , περιπέτομαι fly around pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιποτάομαι — ἀμφιποτάομαι (Α) (για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ποτάομαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

  • μεταθέω — (Α) 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ 2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.) 3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω 4. τρέχω εδώ και εκεί 5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • περιποτώμαι — άομαι, Α (ποιητ. τ.) πετώ ολόγυρα, πετώ επάνω και γύρω από κάτι, περιίπταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποτῶμαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

  • συμπεριίπταμαι — Α [περιίπταμαι] πετώ εδώ και εκεί μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”